- παραχωνεύω
- Απροκαλώ τήξη και αλλαγή σχήματος («προσβαλεῑν τῷ στερεώματι ἤ παραχωνεῡσαι αὐτοῡ τι...»[ο ήλιος και η σελήνη δεν μπορούν] να επηρεάσουν το στερέωμα ή να προκαλέσουν τήξη και να αλλοιώσουν το σχήμα κάποιου μέρους του, Γρηγ. Ναζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + χωνεύω «τήκω, λειώνω μέταλλο»].
Dictionary of Greek. 2013.